ανακρεοντισμός

ανακρεοντισμός
ο [ανακρεοντίζω]
μίμηση τής ποίησης τού Ανακρέοντος, ποίηση κατά το υπόδειγμα τών ανακρεόντειων ωδών.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ανακρεοντίζω — συνθέτω ποιήματα μιμούμενος εκείνα τού Ανακρέοντος. [ΕΤΥΜΟΛ. < Ἀνακρέων. ΠΑΡ. ανακρεοντισμός. Η λ. μαρτυρείται από το 1853 στον Κωνσταντίνο Ασώπιο] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”